- επίρριψη
- [-ις (-εως)] η1) бросание, кидание, метание; 2) взваливание, сваливание (ответственности, вины и т. п.); приписывание (кому-чему-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίρριψη — η (Α ἐπίρριψις) [επιρρίπτω] η πράξη τού επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
επίρριψη — η το να αποδίνει κανείς κάτι σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιρρίψῃ — ἐπιρρίψηι , ἐπίρριψις casting upon fem dat sg (epic) ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω throw oneself aor subj mid 2nd sg ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω throw oneself aor subj act 3rd sg ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω throw oneself fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοχοποίηση — η η επίρριψη σε κάποιον τής ενοχής για αξιόποινη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
ψογερός — ά, όν, ΜΑ (με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία τού Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος αρχ. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος. επίρρ... ψογερῶς ΜΑ μσν. με επίρριψη μομφής αρχ. με… … Dictionary of Greek